- πάνδῑος
- πάν-δῑος, ganz göttlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδίος — ον, θηλ. και πανδῑα, Α 1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος 2. το θηλ. προσωνυμία τής σελήνης 3. φρ. «πανδῑος ρίζα» το φυτό χελιδόνιον το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δῖος»θεϊκός»] … Dictionary of Greek
πανδῖον — πανδῖος all divine masc/fem acc sg πανδῖος all divine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδῖα — πανδῖος all divine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνδια — Γιορτή των αρχαίων Αθηναίων, που γινόταν κάθε Μάρτιο προς τιμήν του Δία. Η καθιέρωσή της οφείλεται στον Πανδίονα ή, σύμφωνα με άλλην εκδοχή, στην κόρη του Δία και της Σελήνης, Πανδίη. Η Π. αναφέρεται και ως Πανδία. * * * τὰ, Α [πανδίος] εορτή… … Dictionary of Greek
Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
πανδίων — πανδί̱ων , πανδῖος all divine masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)